μετωποσκοπία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
η μετωποσκόπος
η τέχνη της διάγνωσης του χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά της έκφρασης του προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία.