μετωποσκοπία

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η μετωποσκόπος
η τέχνη της διάγνωσης του χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά της έκφρασης του προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία.