μονομελής

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομελής Medium diacritics: μονομελής Low diacritics: μονομελής Capitals: ΜΟΝΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: monomelḗs Transliteration B: monomelēs Transliteration C: monomelis Beta Code: monomelh/s

English (LSJ)

Ion. μουνο-, ές,

   A consisting of a single limb, γυῖα Emp. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μονομελής: Ἰων. μουνο-, ές, ὁ ἔχων ἓν μόνον μέλος, ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου μέλους, Σιμπλίκ. in Philol. Mus. 2 σελ. 623.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μονομελής, -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι-μελής].