Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Full diacritics: μοιχώδης | Medium diacritics: μοιχώδης | Low diacritics: μοιχώδης | Capitals: ΜΟΙΧΩΔΗΣ |
Transliteration A: moichṓdēs | Transliteration B: moichōdēs | Transliteration C: moichodis | Beta Code: moixw/dhs |
ες,
A = μοιχικός, Com.Adesp.19.5 D., Ptol.Tetr.184.
μοιχώδης, -ῶδες (Α) μοιχός
μοιχικός («μοιχώδεις γυναῑκες» — μοιχαλίδες, Πτολ.).