Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
μισαρχία, ἡ (Α)
(για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -αρχία μέσω ενός αμάρτυρου μίσαρχος (< μισῶ + -αρχος), πρβλ. φιλ-αρχία].