μνημειώδης

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source

Greek Monolingual

-ες
1. καθετί που έχει τις επιβλητικές διαστάσεις ενός μνημείου («μνημειώδες άγαλμα»)
2. καθετί που έχει χαρακτήρα μεγαλοπρεπή, επιβλητικό ή που είναι μεγάλης σημασίας («μνημειώδες έργο»)
3. οτιδήποτε ξεπερνά τα συνηθισμένα μέτρα ή τους συνηθισμένους κανόνες, τεράστιο, κολοσσιαίο («μνημειώδες σφάλμα»)
4. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνημείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].