μοιρώ

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

μοιρῶ, -άω (Α) μοίρα
1. διανέμω, μοιράζω
2. μέσ. μοιρῶμαι, -άομαι
α) μοιράζομαι με άλλους
β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου
γ) διασπῶ
3. παθ. τήκομαι, λειώνω
4. (ο παθ. παρακμ. στο γ' εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται
είναι πεπρωμένο, είναι γραφτό
5. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ μεμοιραμένα
τα πεπρωμένα
6. φρ. «οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα» — μη εγκλιτικά ρήματα (Απολλ. Δύσκ.).