μοιρώ

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

μοιρῶ, -άω (Α) μοίρα
1. διανέμω, μοιράζω
2. μέσ. μοιρῶμαι, -άομαι
α) μοιράζομαι με άλλους
β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου
γ) διασπῶ
3. παθ. τήκομαι, λειώνω
4. (ο παθ. παρακμ. στο γ' εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται
είναι πεπρωμένο, είναι γραφτό
5. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ μεμοιραμένα
τα πεπρωμένα
6. φρ. «οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα» — μη εγκλιτικά ρήματα (Απολλ. Δύσκ.).