ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ναυστολῶ, -έω (Α) ναύστολος1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης2. (για πλοίο) ταξιδεύω3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ.