μυελίτιδα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. ιατρ. φλεγμονή του νωτιαίου μυελοὺ, η οποία μπορεί είτε να αφορά εκλεκτικά τη φαιά ουσία του, οπότε υπάρχει η περίπτωση της πολυομυελίτιδας, ή τη λευκή ουσία του, οπότε υπάρχει η περίπτωση της λευκομυελίτιδας, ή ολόκληρο το εύρος του, οπότε υπάρχει εγκάρσια μυελίτιδα, είτε να συνοδεύεται συγχρόνως με αλλοιώσεις στον εγκέφαλο, στις μήνιγγες ή και στις ρίζες τών νωτιαίων νεύρων
2. (κτηνιατρ.) νοσηρό σύνδρομο που παρατηρείται σε όλα τα κατοικίδια ζώα και είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα φλεγμονής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelite < μυελός + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος). Η λ., στον λόγιο τ. μυελῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].