μπαστούνι

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. (γενικά) ραβδί
2. (ειδικά) βακτηρία την οποία χρησιμοποιούν ως στήριγμα κυρίως οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς για να περπατήσουν
2. ναυτ. το δοράτιο του αρτέμονα ιστιοφόρου
3. τεχνητός μώλος λιμανιού
4. μία από τις τέσσερεις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα τραπουλόχαρτα
5. φρ. «τά βρήκε μπαστούνια» — βρέθηκε απροσδόκητα μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια ή απέτυχε εντελώς
5. παροιμ. «δύο άκρες έχει το μπαστούνι, μια του μουσαφίρη και μια του νοικοκύρη» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που απειλεί κάποιον με ξυλοκόπημα κινδυνεύει να πάθει το ίδιο από τον άλλο, δηλαδή από αυτόν τον οποίο απειλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. βεν. baston < μσν. λατ. bastum < bastare «βαστάζω»].