μύδι

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύδιον)
ελασματοβράγχιο μαλάκιο, μυτίλος
αρχ.-μσν.
1. μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα
2. χειρουργικό εργαλείο
αρχ.
μικρό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύδιν < αρχ. μύδιον < μυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. ιχθύς - ιχθύδιον, κάρυον - καρύδιον), που διαφέρει σημασιολογικά από το υποκορ. μυϊδιον «ποντικάκι, μικρός μυς»].