οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
το
το αποτέλεσμα του μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» — καταβρέχομαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. του μόσχος (για τη σημ. της λέξης βλ. μουσκεύω)].