μουσκίδι

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

το
το αποτέλεσμα του μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμογίνομαι μουσκίδι» — καταβρέχομαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. του μόσχος (για τη σημ. της λέξης βλ. μουσκεύω)].