μυασθένεια
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
η
ιατρ. α) πάθηση που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση της μυϊκής ισχύος
8) φρ. «βαρεία μυασθένεια» — πάθηση που αποτελεί συνέπεια της διαταραχής της λειτουργίας της νευρομυϊκής σύναψης και χαρακτηρίζεται από προοδευτική και ταχεία εξάντληση της μυϊκής ισχύος κατά τη διάρκεια επαναλαμβανόμενων ή συνεχών προσπαθειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myasthenie < μύς + ασθένεια)].