ξενοιασιά
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
και ξεγνοιασιά και ξεννοιασιά, η ξενοιάζω
1. έλλειψη φροντίδων, αμεριμνησία («η παιδική ηλικία είναι γεμάτη ξεγνοιασιά»)
2. αποπεράτωση μιας εργασίας.