ξανάβω

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374

Greek Monolingual

και ξανάφτω
1. ανάβω εκ νέου
2. ερεθίζω, φλογίζω
3. διεγείρω, εξάπτω («τον ξάναψε η συζήτηση»)
4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, -η, -ο
αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ανάβω / ανάφτω].