μπακ
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
Greek Monolingual
(I)
το άκλ. ναυτ. πλωτό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τη μια όχθη ενός ποταμού στην άλλη, πορθμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bac < λατ. baccus «δοχείο όπου τοποθετούνται υγρά»].———————— (II)
το
άκλ. (αθλ.) αμυντικὸς παίκτης ποδοσφαιρικής ομάδας, οπισθοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. back «πίσω»].