Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπαμπούλας

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. φανταστικός δαίμονας του κακού που τόν αναφέρουν για να φοβίζουν τα μικρά παιδιάαπίστευτος μπαμπούλας που τρομάζει τα παιδιά του χωριού»)
2. (κατ' επέκτ.) καθετί το οποίο προκαλεί αβάσιμο φόβο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ηχομιμητική λ. προς εκφοβισμό των μικρών παιδιών. Κατ' άλλους, από μπούμπουλας με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ου- σε -α-].