μοῦστος

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοῦστος Medium diacritics: μοῦστος Low diacritics: μούστος Capitals: ΜΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: moûstos Transliteration B: moustos Transliteration C: moystos Beta Code: mou=stos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A mustum, new wine, PStrassb.1.7 (v A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μοῦστος: ὁ, Λατ. mustum, ὡς καὶ νῦν, γλεῦκος, Γεωπον. 9, 20, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moût.
Étymologie: DELG emprunt très tardif au lat. mustum.

Greek Monolingual

ο (Μ μοῡστος)
ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)].