μπελάς
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
και μπελιάς, ο
1. ενόχληση, σκοτούρα, βάσανο
2. φροντίδα, έγνοια, στενοχώρια
3. μπλέξιμο, περιπλοκή
4. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο που προξενεί σκοτούρες και έγνοιες
5. φρ. α) «μπαίνω σε μπελάδες» — αναλαμβάνω πολλές και δύσκολες υποχρεώσεις
β) «βρίσκω τον μπελά μου» — εμπλέκομαι σε δυσάρεστη υπόθεση γ) «γίνομαι μπελάς» — γίνομαι ενοχλητικός, δυσάρεστος
δ) «θα μέ βάλεις σε μπελά»
(ως απειλή) θα μέ αναγκάσεις να κάνω κάτι που θα έχει δυσάρεστες συνέπειες
ε) «κακός μπελάς μού έγινες» — λέγεται στις περιπτώσεις φορτικών και ενοχλητικών ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bela].