ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το
1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα
2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα
3. δριμεία επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah].