μπερντάχι

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το
1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα
2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα
3. δριμεία επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah].