μπαταρία

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η
1. (ηλεκτρ.) ηλεκτρικός συσσωρευτής
2. τεχνολ. διάταξη από βρύσες λουτρού ή κουζίνας που χρησιμεύει για την ανάμιξη του θερμού με το κρύο νερό
3. μουσ. ονομασία της ομάδας των κρουστών οργάνων μιας ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bataria (πρβλ. γαλλ. batterie < battre < λατ. bat(t)uo «κόπτω, κρούω»)].