νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
το
1. (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο ιδίως από ατάκτους
2. ασύντακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, στίφος
3. περιπλανώμενος θεατρικός θίασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boluk «συντροφιά, λόχος»].