μπουλούκι

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

το
1. (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο ιδίως από ατάκτους
2. ασύντακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, στίφος
3. περιπλανώμενος θεατρικός θίασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boluk «συντροφιά, λόχος»].