μπουχτίζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

1. (μτβ.) κάνω κάποιον να χορτάσει από μεγάλη ποσότητα τροφής
2. (αμτβ.) χορταίνω μέχρι αηδίας από μεγάλη ποσότητα φαγητού, καταλαμβάνομαι από κόρο
3. μτφ. αδυνατώ να ανεχθώ περισσότερο κάτι, βαριέμαι («μπούχτισα πια να σέ ακούω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. biktim, αόρ. του ρ. bikmak].