μυόθηρος

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠόθηρος Medium diacritics: μυόθηρος Low diacritics: μυόθηρος Capitals: ΜΥΟΘΗΡΟΣ
Transliteration A: myóthēros Transliteration B: myothēros Transliteration C: myothiros Beta Code: muo/qhros

English (LSJ)

   A = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

Greek Monolingual

μυόθηρος, ὁ (Α)
το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό-θηρος].