μυρτοπώλης
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller of myrtle-berries, Sammelb.727 (i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
μυρτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μύρτα, Ἐπιγραφ. Αἰγύπτου, Journ. D. Sav. Août 1879, σ. 474.
Greek Monolingual
μυρτοπώλης, o (Α)
αυτός που πουλά μύρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο-πώλης.