μυρτέλαιο

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
χημ. αιθέριο έλαιο το οποίο λαμβάνεται με απόσταξη από τα φύλλα του φυτού μύρτος η κοινή, με αρωματική οσμή και γεύση και αντισηπτικές ιδιότητες, αλλ. μυρσινέλαιο, μυρτόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + έλαιο].