μυρμηκοφάγος
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
Greek Monolingual
και μυρμηγκοφάγος, ο
ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών της οικογένειας μυρμηκοφαγίδες που απαντούν στην Αμερική, από το Μεξικό ώς τη βόρεια Αργεντινή και την Ουρουγουάη, έχουν μεγάλη ουρά, επιμήκη και σκωληκοειδή γλώσσα και τρέφονται κυρίως με μυρμήγκια και τερμίτες, τα οποία συλλαμβάνουν εισάγοντας τη γλώσσα τους στις φωλιές τών εντόμων, αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrmicophagus (< μύρξηξ «μυρμήγκι» + -φάγος)].