ναύφθορος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον,
A shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].