νεκτάριο

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

το (Α νεκτάριον) νέκταρ
νεοελλ.
στον πληθ. τα νεκτάρια
βοτ. αδένες τών φυτών οι οποίοι εκκρίνουν νέκταρ και οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στα άνθη
αρχ.
1. το φυτό ελένιο
2. είδος φαρμάκου
3. ονομασία διαφόρων κολλυρίων.