ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Full diacritics: νεκτᾰρώδης | Medium diacritics: νεκταρώδης | Low diacritics: νεκταρώδης | Capitals: ΝΕΚΤΑΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: nektarṓdēs | Transliteration B: nektarōdēs | Transliteration C: nektarodis | Beta Code: nektarw/dhs |
ες,
A like nectar, Gp.5.2.10.
[Seite 238] ες, nektarartig, Sp.
νεκτᾰρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νέκταρ, Γεωπ. 2. 5, 10· γλεῦκος ἡδὺ νεκταρῶδες Νικήτ. Εὐγεν. 4. 123.
νεκταρώδης, -ῶδες (Μ) νέκταρ
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.