νευστός

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευστός Medium diacritics: νευστός Low diacritics: νευστός Capitals: ΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: neustós Transliteration B: neustos Transliteration C: nefstos Beta Code: neusto/s

English (LSJ)

ή, όν, (νέω A)

   A = κολυμβάς, Luc. Lex.13.

Greek (Liddell-Scott)

νευστός: -ή, -όν, (νέω, νεύσομαι) = κολυμβάς, Λουκ. Λεξιφάν. 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui nage ; νευστὴ ἐλαία LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.
Étymologie: νέω².
Syn. κολυμβάς, φθινοπωρίς.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α νευστός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν)
όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών
αρχ.
φρ. «νευστὴ ἐλαία» — η ελιά που διατηρείται στην άλμη, η κολυμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» + επίθημα -τός].