νευρόδερμα
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
το
βιολ. τμήμα του εξωδέρματος του εμβρύου στο στάδιο του γαστριδίου, το οποίο διαφοροποιείται, με τη διαδικασία της νευριδίωσης, σε νευρικό σύστημα.