νεώσσω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Att. νεώττω, (νέος)
A = νεόω, νεωτερίζω, Hdn.Gr.1.447, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νεώσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκ τοῦ νέος, (ὡς τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, λαιμώσσω ἐκ τοῦ λαιμός), = νεόω, νεωτερίζω, Θεογνώστ. Κανόν. 43. 26, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεώσσω και αττ.τ. νεώττω (Α)
νεωτερίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. -ώσσω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. αγρ-ώσσω, λαιμ-ώσσω)].