νεώσσω
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
Att. νεώττω, (νέος) = νεόω, νεωτερίζω, Hdn.Gr.1.447, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νεώσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκ τοῦ νέος, (ὡς τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, λαιμώσσω ἐκ τοῦ λαιμός), = νεόω, νεωτερίζω, Θεογνώστ. Κανόν. 43. 26, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεώσσω και αττ.τ. νεώττω (Α)
νεωτερίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. -ώσσω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. αγρώσσω, λαιμώσσω)].
German (Pape)
att. νεώττω (von νέος, wie λιμώσσω, λαιμώσσω, von λιμός, λαιμός), = νεόω, Hesych. erkl. καινίζω.