νηπύτιος
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ὁ, Ep. Dim. of νήπιος,
A little child, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὥς Il.13.292; νηπύτιον ὥς 20.200; once in Ar., ν. γάρ ἐστ' ἔτι Nu.868. II as Adj., childish, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν Il.20.211; foolish, [βροτοί] Orph.L.6.
Greek (Liddell-Scott)
νηπύτιος: [ῠ], -α, -ον, Ἐπικ. ὑποκοριστ. τοῦ νήπιος (πρβλ. νηπίαχος), μικρὸν παιδίον, παιδάριον, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, νηπύτιοι ὣς Ἰλ. Ν. 292, Υ. 244· νηπύτιον ὣς Υ. 200, 431· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ν. γάρ ἐστ’ ἔτι Νεφ. 868. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὅμοιος πρὸς παιδίον, παιδαριώδης, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι Ἰλ. Υ. 211.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 petit enfant;
2 de petit enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: νήπιος.
English (Autenrieth)
νήπιος. (Il.)
Greek Monolingual
νηπύτιος, -ία, -ον (Α)
(υποκορ. του νήπιος)
1. μικρό παιδί, παιδάκι
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ' έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.)
3. (κατ' επέκτ.) ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος που μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. naputijo. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το -ύτιος είναι επίθημα που συνδέεται με το λιθουαν. υποκορ. επίθημα -utis].