καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
-η, -ονεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω.