νεωκορία
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).
Greek (Liddell-Scott)
νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.
Greek Monolingual
η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.