νομιτεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομῐτεύομαι Medium diacritics: νομιτεύομαι Low diacritics: νομιτεύομαι Capitals: ΝΟΜΙΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: nomiteúomai Transliteration B: nomiteuomai Transliteration C: nomiteyomai Beta Code: nomiteu/omai

English (LSJ)

   A = νομίζω 1.3, μέτροις οἷς ἡ πόλις ν. OGI579 (Cilicia); ἀστραγάλοις ν. Phld.Sto.339.14.    II Pass., = νομιστεύομαι, OGI 339.44 (Sestos, ii B.C.), PFlor.1.6 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

νομιτεύομαι (Α)
1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ
2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. του νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύωθεμιτεύω)].