νομισματοκοπείο
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
το
κρατικό ίδρυμα στο οποίο κόβονται και εκτυπώνονται νομίσματα, μετάλλινα και χάρτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].