ντούρος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
-α, -ο
1. σκληρός, γερός
2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος
3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης)
β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του
4. το ουδ. ως ουσ. παλαιότερο ισπανικό ασημένιο νόμισμα.
επίρρ...
ντούρα
με ντούρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duro «σκληρός, τραχύς» < λατ. durus «σκληρός»].