κορμοστασιά

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

η
η στάση του ανθρώπινου σώματος, το παράστημα, κυρίως το λεβέντικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κορμο-στασία με καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση κορμός + -στασία (< -στάτης < ασθενές θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. επιστασία, ορθοστασία].