νυκτόβιος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτόβῐος Medium diacritics: νυκτόβιος Low diacritics: νυκτόβιος Capitals: ΝΥΚΤΟΒΙΟΣ
Transliteration A: nyktóbios Transliteration B: nyktobios Transliteration C: nyktovios Beta Code: nukto/bios

English (LSJ)

ον, paraphr. of νυκτίρεμβος, Procl.Par. Ptol.226.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόβῐος: -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ.

Greek Monolingual

και νυχτόβιος, -α, -ο (Α νυκτόβιος, -ον)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης
αρχ.
νυκτίρεμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος)].