παστρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ιά
1. ο χωρίς βρομιές, καθαρός
2. μτφ. αγνός, άσπιλος, άψογος («έχει το μέτωπο παστρικό»)
3. (μτφ. ειρωνικά) κακοήθης, φαύλος («παστρικό υποκείμενο»)
4. το θηλ. ως ουσ. η παστρική
πόρνη που δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα
5. το θηλ. ως ουσ. η παστρικιά
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαστρικός < σπαστρεύω (βλ. λ. παστρεύω)].