περίστατος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστᾰτος Medium diacritics: περίστατος Low diacritics: περίστατος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: perístatos Transliteration B: peristatos Transliteration C: peristatos Beta Code: peri/statos

English (LSJ)

ον,

   A surrounded and admired by the crowd, Eup.176, Iamb.VP7.35 ; π. ὑπὸ πάντων Isoc.6.95, cf. 15.269.    2 περιστατόν· τὸ ἀνάστατον, Hsch.    II Act., standing round and wondering, agape, π. τὴν κώμην ποιεῖ Theopomp. Com.41.

German (Pape)

[Seite 593] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.

Greek (Liddell-Scott)

περίστᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
autour de qui l’on se tient, qui attire la foule autour de soi, entouré.
Étymologie: περιΐστημι.

Greek Monolingual

-ον, ουδ. και -όν, Α περιίστημι
1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι
οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι»
Λεξ. Ρητ.)
2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῑ», Θεόπ. Κωμ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστατόν
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνάστατον».