παλίλληπτος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίλληπτος Medium diacritics: παλίλληπτος Low diacritics: παλίλληπτος Capitals: ΠΑΛΙΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: palíllēptos Transliteration B: palillēptos Transliteration C: palilliptos Beta Code: pali/llhptos

English (LSJ)

   A gloss on παλινάγρετος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 448] wieder zurückgenommen, VLL. Erkl. von παλινάγρετος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίλληπτος: -ον, εἰς τοὐπίσω ληπτός, ὃν δύναταί τι νὰ ἀνακαλέσῃ, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινάγρετος.

Greek Monolingual

παλίλληπτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανακαλέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ληπτός (< λαμβάνω)].