πόζα

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη
2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά
3. στάση του σώματος κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. posa < λατ. pausa < αρχ. παύω / παῦσις.