πολύτρητος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρητος Medium diacritics: πολύτρητος Low diacritics: πολύτρητος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtrētos Transliteration B: polytrētos Transliteration C: polytritos Beta Code: polu/trhtos

English (LSJ)

poet. πολυ-πουλύ-, ον,

   A much-pierced, full of holes, porous, σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, λωτοί, δόνακες, AP9.266 (Antip.), 505.5; ἠθμός ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.Epigr.12; of the lungs, Aret.SD1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.

German (Pape)

[Seite 675] viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, διάτρητος, σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, αὐτόθι 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας αὐτόθι 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux trous.
Étymologie: πολύς, τιτραίνω.

English (Autenrieth)

pierced with many holes, porous. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτρητος, -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α
(για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)].