πάμμικτος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ον,
A = παμμιγής, ὄχλος A.Pers.53 (anap.); ἐπίκουροι ib.903 (lyr.), cf. Aq.Ps.77(78).45, Vett. Val.15.15.
German (Pape)
[Seite 454] = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμικτος: -ον, = παμμιγής, πάμμικτος ὄχλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 53, 904.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé d’éléments mêlés, confus.
Étymologie: πᾶν, μίγνυμι.
Greek Monolingual
πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικτός (< μειγνυμι)].